τοιοῦτος

τοιοῦτος
τοιοῡτος
a such (as has been indicated) αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (i. e. such as the Dorians v. 65) P. 1.67 εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (sc. οἷον φθονεροῖς) N. 8.35 pro subs.,

μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

τοὶ μὲν γάρυον τοιαῦτ P. 4.94

τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος (τοᾰαῦτα metro flagitatur) P. 8.55
b such as follows

εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16

αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.: τοιοῦτόν γ Pauw) I. 6.42
c

ἄν]θεα τοια[ύτ ]ὑμνήσιος δρέπῃ Pae. 12.4


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιοῦτος — such as this masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοιούτοιν — τοιοῦτος such as this masc gen/dat dual τοιοῦτος such as this neut dat dual τοιοῦτος such as this neut gen dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτω — τοιοῦτος such as this masc nom/voc/acc dual τοιοῦτος such as this masc gen sg (doric aeolic) τοιοῦτος such as this neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτοις — τοιοῦτος such as this masc dat pl τοιοῦτος such as this neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτοισι — τοιοῦτος such as this masc dat pl (epic ionic aeolic) τοιοῦτος such as this neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτοισιν — τοιοῦτος such as this masc dat pl (epic ionic aeolic) τοιοῦτος such as this neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτου — τοιοῦτος such as this masc gen sg τοιοῦτος such as this neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτων — τοιοῦτος such as this masc gen pl τοιοῦτος such as this neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτῳ — τοιοῦτος such as this masc dat sg τοιοῦτος such as this neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”